τλημοσύνας

τλημοσύνας
τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη
misery
fem acc pl
τλημοσύνᾱς , τλημοσύνη
misery
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τλημοσύνη — ἡ, Α [τλήμων, ονος] 1. καρτερία, υπομονή («τλημοσύνῃ καὶ ἀρετῇ πρὸς τὰ δεινὰ χωρούντων», Πλούτ.) 2. ταλαιπωρία, δεινά («ἀνθρώπων τλημοσύνας», Ύμν. Απόλλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”